- κρύψιππος
- κρύψιππος, -ον (Α)1. αυτός που, επειδή είναι μικρόσωμος, κρύβεται από έναν ίππο2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Κρύψιπποςσκωπτική ονομασία τού μικρόσωμου Χρυσίππου από τον φιλόσοφο Καρνεάδη, επειδή τον ανδριάντα τού Χρυσσίπου στον Κεραμεικό τόν έκρυβε σχεδόν ο ίππος που ήταν κοντά του.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψ(ι)- (βλ. κρυπτ[ο]-) + ἵππος (πρβλ. κρατήσ-ιππος, τέθρ-ιππος)].
Dictionary of Greek. 2013.